- περιττεύω
- περιττεύω βλ. πίν. 19
(μόνο στον ενεστ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περιττεύω — βλ. περισσεύω … Dictionary of Greek
περιττεύω — είμαι περιττός, περίσσιος, πλεονάζω, δε χρειάζομαι: Περιττεύει η παραπέρα εξέταση του θέματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… … Dictionary of Greek